- συννεάζω
- ΜΑ1. περνώ τα χρόνια τής νεότητας μου μαζί με άλλον (α. «τῷ νέῳ σοι βασιλεῑ συννεάζουσιν», Μιχ. Ακομ.β. «καὶ συννεάσαιμεν ἀλλήλοις καὶ συγγηράσαιμεν καὶ, νὴ τοὺς θεούς, συνθάνοιμεν», Αλκίφρ.)2. παραμένω κι εγώ νέος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + νεάζω «είμαι νέος»].
Dictionary of Greek. 2013.